παλαίθεος

παλαίθεος
πᾰλαί-θεος, ,
A = παλαιὰ θεός, Id., Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλαίθεος — παλαίθεος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η παλαιά θεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + θεός] …   Dictionary of Greek

  • παλαιθέου — παλαίθεος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”